χαυνώνω

χαυνώνω
χαύνωσα, χαυνώθηκα, χαυνωμένος
1. κάνω κάποιον χαύνο, αποχαυνώνω.
2. πέφτω σε αποχαύνωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… …   Dictionary of Greek

  • χαυνώ — όω, ΜΑ βλ. χαυνώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”